μεταμερής

μεταμερής
ης, ες хим. изомерный (о соединениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεταμερής" в других словарях:

  • μεταμερής — ές 1. χημ. ο σχετικός με χημική ένωση ισομερή προς άλλη λόγω μεταμέρειας 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταμερές βιολ. καθεμιά από τις όμοιες υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούν στη μεταμέρεια ζώων όπως είναι τα αρθρόποδα και οι πολύχαιτοι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»