- μεταμερής
- ης, ες хим. изомерный (о соединениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταμερής — ές 1. χημ. ο σχετικός με χημική ένωση ισομερή προς άλλη λόγω μεταμέρειας 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταμερές βιολ. καθεμιά από τις όμοιες υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούν στη μεταμέρεια ζώων όπως είναι τα αρθρόποδα και οι πολύχαιτοι … Dictionary of Greek